κεκαλυμμένα

κεκαλυμμένα
καλύπτω
oc-culo
perf part mp neut nom/voc/acc pl
κεκαλυμμένᾱ , καλύπτω
oc-culo
perf part mp fem nom/voc/acc dual
κεκαλυμμένᾱ , καλύπτω
oc-culo
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεκαλυμμένας — κεκαλυμμένᾱς , καλύπτω oc culo perf part mp fem acc pl κεκαλυμμένᾱς , καλύπτω oc culo perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαΰζω — και βαγύζω (AM βαΰζω, Μ και βαγύζω, Α και βαΰσδω) 1. (για σκύλο) γαυγίζω 2. (για άνθρωπο) βρίζω, ουρλιάζω νεοελλ. κλαίω σαν μικρό παιδί αρχ. 1. θρηνώ με κραυγές κάποιον, σκούζω 2. απειλώ κεκαλυμμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ρηματικός σχηματισμός που …   Dictionary of Greek

  • κεκαλυμμέναι — καλύπτω oc culo perf part mp fem nom/voc pl κεκαλυμμένᾱͅ , καλύπτω oc culo perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”